- ανατρομάζω
- (αόρ. ανατρόμαξα) 1. μετ. пугать;2. αμετ. пугаться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανατρομάζω — κ. ανατρομάσσω (Μ ἀνατρομάσσω) τρομάζω, φοβούμαι, τρέμω από φόβο … Dictionary of Greek